- συνήριθμος
- -ον, Αιων. τ. βλ. συνάριθμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνάριθμος — και επικ. τ. συνήριθμος, ον, Α 1. αυτός που υπολογίζεται μαζί με άλλον, που συγκαταλέγεται σε έναν αριθμό μαζί με άλλον («ἵνα μὴ καὶ σὺ συνάριθμος τῶν εἰς τὸν ταῡρον γενηθέντων γένῃ», Φαλ.) 2. αυτός που έχει ίδιο ή ίσο αριθμό με άλλον, ισάριθμος… … Dictionary of Greek